τρισάναρχος

τρισάναρχος
-ον, Μ
(για τον Θεό) ο πράγματι άναρχος, ο μόνος άναρχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ- / τρι-* + ἄναρχος «αυτός που δεν έχει αρχηγό, αυτός που δεν έχει αρχίνημα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”